τοστ

τοστ
το
άκλ. (λ. αγγλ.), πρόχειρο φαγητό από δύο φέτες ψωμιού με ζαμπόν, τυρί, βούτυρο κτλ. ενδιάμεσα, ψημένα όλα μαζί σε ειδική συσκευή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοστ — το, Ν άκλ. (ξεν.) είδος πρόχειρου εδέσματος από δύο φέτες ψωμιού με ζαμπόν, τυρί και βούτυρο ανάμεσά τους, ψημένες σε ειδική συσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toast] …   Dictionary of Greek

  • τοστιέρα — η, Ν ηλεκτρική συσκευή για να ψήνονται τα τοστ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toaster, με κατάλ. ιέρα, που απαντά και σε άλλα ον. συσκευών (πρβλ. καφετ ιέρα)] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • τοστιέρα — η ειδική συσκευή που ψήνει τοστ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”